- υπενθυμίζω
- Νκάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπενθυμίζω — υπενθυμίζω, υπενθύμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπενθυμίζω — υπενθύμισα, φέρνω κάτι στη μνήμη κάποιου, τον κάνω να θυμηθεί κάτι, θυμίζω: Σου υπενθυμίζω ότι αύριο θα ταξιδέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμιμνήσκω — Α υπενθυμίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»] … Dictionary of Greek
προσαναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον επιπρόσθετα 2. μέσ. προσαναμιμνήσκομαι μνημονεύω, αναφέρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναμιμνήσκω «θυμίζω, υπενθυμίζω»] … Dictionary of Greek
συναναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον 2. υπενθυμίζω επίσης κάτι … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπενθύμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενθυμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπενθύμισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek
αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω … Dictionary of Greek
αναθιβολεύω — 1. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω 2. υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αθιβολεύω (ΙΙ)*] … Dictionary of Greek